-
1 φρόνησις
3 sense,εἴ τις ἄρα τοῖς ἐκεῖ φ. περὶ τῶν ἐνθάδε γιγνομένων Isoc.14.61
.II practical wisdom, prudence in government and affairs, Pl. Smp. 209a, Arist.EN 1140a24, 1141b23, Isoc.12.204,217, Plu.2.97e, etc.;φιλοσοφίας τιμιώτερον ὑπάρχει φ. Epicur.Ep.3p.64U.
: opp. ἀμαθία, Pl.Smp. 202a; opp. σῶμα, Id.R. 461a; opp. ῥώμη, Isoc.1.6;φρόνησιν ἀσκεῖν X.Mem.1.2.10
, Isoc.1.40, cf. 15.209: pl.,ἡδοναὶ καὶ φρονήσεις Pl.Phlb. 63a
;ἡλικίαι καὶ φ. Id.Lg. 665d
; also attributed to sagacious animals, Arist.GA 753a12, HA 608a15.III Pythag. name for three, Theol.Ar.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρόνησις
См. также в других словарях:
φρόνηση — η / φρόνησις, ήσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρόνασις Α γνώση τού ορθού, σύνεση, σωφροσύνη μσν. εγκράτεια («σωφρόνως τὴν ζωὴν διήνυσας... μετὰ φρονήσεως ἔσχες», Μηναί.) αρχ. 1. πρόθεση, σκοπός 2. αίσθηση, αντίληψη για κάτι 3. υψηλό φρόνημα, υπερηφάνεια… … Dictionary of Greek